τεσσαροχάλης

τεσσαροχάλης
ο, Ν
(σε αλιευτική βάρκα) είδος άγκυρας με τέσσερεις βραχίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < τέσσερα + χαλός, διαλ. λ. που σημαίνει «αιχμή» και είναι μάλλον αραβ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

  • τετράχηλο — το, Ν είδος μικρής άγκυρας με τέσσερεις όνυχες, κν. τεσσαροχάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + < χηλή «οπλή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”